- πέρδιξ,-ικος
- ἡ N 3 0-0-1-0-1=2 Jer 17,11; Sir 11,30partridge
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
πέρδιξ — και κρητ. τ. πήριξ, ικος, ὁ, ἡ, Α βλ. πέρδικα … Dictionary of Greek
Perdix — PERDIX, ícis, Gr. Πέρδιξ, ικος, (⇒ Tab. XXIX.) nach einigen des Dädalus Schwester, Apollod. l. III. c. 14. §. 9. nach andern aber dieser ihr Sohn; Hygin. Fab. 274. der sonst auch Talus geheissen, und, da ihn Dädalus von dem Schlosse zu Athen… … Gründliches mythologisches Lexikon
ορνιθοχηνονητ(τ)οπερδικοπράτης — ὀρνιθοχηνονητ(τ)οπερδικοπράτης, ὁ (Μ) αυτός που πουλάει, χήνες, πάπιες και πέρδικες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + χήν, ός + νῆττα «πάπια» + πέρδιξ, ικος + πράτης (< πιπράσκω «πουλώ»)] … Dictionary of Greek
περδίκειος — α, ον, Α αυτός που ανήκει στην πέρδικα ή αυτός που προέρχεται από αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέρδιξ, ικος + κατάλ. ειος (πρβλ. λαγώ ειος)] … Dictionary of Greek
περδίκιος — ἡ, Α [πέρδιξ, ικος] (κατά τον Ησύχ.) (ενν. βοτάνη) το φυτό ελξίνη … Dictionary of Greek
περδικίτης — ὁ, Α (ενν. λίθος) είδος λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέρδιξ, ικος + επίθημα ίτης (πρβλ. αιματ ίτης)] … Dictionary of Greek
περδικιάς — άδος, ή, Α το φυτό ελξίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέρδιξ, ικος + κατάλ. ιάς (πρβλ. κροκοδιλ ιάς)] … Dictionary of Greek
περδικιδεύς — έως, ὁ, Μ ο νεοσσός τής πέρδικας, περδικόπουλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέρδιξ, ικος + κατάλ. ιδεύς (πρβλ. αετ ιδεύς)] … Dictionary of Greek
περδικικός — ή, όν, Α [πέρδιξ, ικος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πέρδικα ή αυτός που χρησιμεύει στην πέρδικα («περδικικὸς οἰκίσκος», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
περδικοθήρας — ο, ΝΑ 1. ο κυνηγός πέρδικας 2. είδος γερακιού με βασική λεία την πέρδικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέρδιξ, ικος + θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσο θήρας] … Dictionary of Greek
περδικοπούλι — και περδικόπουλο, το [πέρδιξ, ικος] ο νεοσσός πέρδικας … Dictionary of Greek